Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

40 ημέρες από το χαμό του Παναγιώτη Καλύβα


Το 40ήμερο μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του Παναγιώτη Καλύβα (Λούϊ) του Κων/νου (Χάντζιου), τελέστηκε παρουσία πολλών Βαχλαίων, κοντοχωριανών και φίλων, την Κυριακή 26/4/2015 στον Ιερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Βάχλιας.

Ο Π. Καλύβας που έφυγε νωρίς από κοντά μας, είχε συγκεντρώσει επάνω του όλες τις αρετές, γι’ αυτό και η είδηση του χαμού του, βύθισε στο πένθος συγγενείς,  φίλους και γνωστούς.

Ήταν από τους ανθρώπους που λάμπρυναν με την παρουσία τους τη Βάχλια. Η ποιότητα του χαρακτήρα του, τον έκανε αγαπητό σ΄όλο τον κόσμο.

Χάρις στην εργατικότητά του, συνέχισε για πολλά χρόνια τη λειτουργία του λιτριβιού (μοναδικό στη Βάχλια και από τα ελάχιστα στην γύρω περιοχή) και με ευλάβεια διατήρησε σε λειτουργία τον νερόμυλο που βρήκε απ' τον πατέρα του στην είσοδο του χωριού.

Κατά κοινή ομολογία, η κοινωνία της Βάχλιας, έχασε ένα πανάξιο μέλος της.

Αιωνία του η μνήμη.



Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Μανωλέϊκα Πέρα Βάχλιας



Η συνοικία "Μανωλέϊκα" στην Πέρα Βάχλια με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου  να δεσπόζει, ενώ διακρίνονται μερικά σπίτια από τα "Νταουτέϊκα" και ο Αη-Γιώργης.


Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

ΟΙ ΟΛΟΝΥΚΤΙΕΣ

Του αείμνηστου συμπατριώτη μας ΝΙΚΟΥ ΜΠΟΤΗ δημοσιευμένο στην Εφημερίδα «ΓΟΡΤΥΝΙΑ» (φύλλο Απριλίου 2009)

Περασμένα και αξέχαστα

ΟΙ ΟΛΟΝΥΚΤΙΕΣ

Προ έξι ημερών του Πάσχα. Των Βαγίων σήμερα. Η θειά Μαρία ξύπνησε πολύ μπονώρα. Άνοιξε το κοτέτσι να βγουν οι κότες. Ανοιξε το κουμάσι και ταϊσε το ανεσμίδι (γουρουνάκι). Έδεσε τις μαρτίνες να βοσκίσουν στο κοντινό χωράφι και περδούκλωσε το βάσταγα της (γαϊδούρι), μην της φύγει. Έκλεισε καλά τη λασιά και γύρισε στο σπίτι. Αφού έψησε ένα ζεστό στο άνδρα της, το γερο-Σακατρίβελο όπως τον έλεγε, κουμανταρίστηκε και ξεκίνησε για την εκκλησιά. Έξω συνάντησε και τους γειτόνους της, το γερο - Λια και το γερο - Γιώργη.
- Καλημέρα Γιώρη. Καλημέρα Λια.
-Καλή σου μέρα  Μαρία. Χρόνια πολλά η σημερινή και καλή Λαμπρή.
-Φχαριστώ. Παρομοίως. Ρε παιδιά να πήγε κανένας καμιά κλάρα στην εκκλησία σήμερα, να ξεχωρήσουμε την ημέρα ή μην το πάθουμε σαν πέρυσι που έστειλε ο παπάς την ώρα που λειτούργαγε κάτι παιδιά και ζωναριάστηκαν σ' ένα γκρεμό, να φέρουν λίγα βάγια;
Κουβεντιάζοντας έφθασαν στην εκκλησία. Μπήκαν μέσα. Άναψαν κεράκια, ασπάσθηκαν και πήγαν στη θέσι τους. Οι γέροι κοντά στο παγκάρι και η Μαρία στο πίσω στο στασίδι, που το διατηρούσε ολόκληρα χρόνια, από τότε που ο άντρας της τραυματίστηκε στο Εσκί Σεχΐρ. Τα μάτια της πέσανε δεξιά του Ιερού Βήματος. Αμέσως άρχισε ν' αναπολεί τα περασμένα και δάκρυσε. Σαν σήμερα τα βάγια τα πήγαιναν οι νυφάδες οι πρωτοστέφανες. Μαζί μ' ένα λουλούδι βιολέττες τα έδεναν μπουκετάκια, με κλωνές από αντρομιδόμενα.
Τα έφερναν σε κανίστρια. Υπήρχε χρονιά που 10 νυφάδες έφερναν τα βάγια. Ο παπάς τα μοίραζε ευχόμενος καλό Πάσχα. Τα Βάγια τα έβαζαν στο Εικονοστάσι και κάπου - κάπου έκοβαν κάνα φύλλο για το κουπωτό (στιφάδο). Στο σπίτι τους περίμενε το φαγητό ως επί το πλείστον μπακαλιάρος στο φούρνο με πράσσα, ρύζι και μάραθα . Εφτιαναν και λαχανόπιττες, από αγρία χόρτα, καυκαλίθρες, μυρώνια, πρασουλίθρες, σιταρίθρες, ξυνολάπατα και άλλα μυρωδάτα
Μα η Μαρία είχε το σπεσιαλιτέ της: Μπομπόλια (σαλιγκάρια). Μάζευε οκάδες ολόκληρες, πλακουδά  και στρουμπουλά. Όταν τα έβραζε τραγουδούσαν. Γι’ αυτό βγήκε και η παροιμία: "Του μπόμπολα η καλύβα καίγεται κι εκείνος τραγουδάει". Τα ξεκαρίκιαζε με τερζοβελόνες ή με πιρούνια. Τα έπλενε τ’ αλάτιζε, τ’ αλεύρωνε με μπομποτάλευρο και μετά τηγάνιζε, ρίχνοντας αρκετή ρίγανη. Μοσχοβόλαγε η γειτονιά.
Το βράδυ άρχιζαν οι ολονυκτίες όπως τις λένε στα χωριά. Κατάμεστη η εκκλησία από κόσμο. Όλοι σταυροκοπιούνται. Οι γυναίκες δακρύζουν.
- Χριστέ μου, τα πάθη σου μουρμουρίζουν.
"Το νυμφώνα βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένο" έψαλλαν οι ψάλτες.
Τα παιδιά, δειλά - δειλά  έριχναν και καμία στρακαστρούκα.
Οι περισσότεροι  εδάκρυζαν αναλογιζόμενοι  τα Πάθη του Χριστού.

Την Μ. Δευτέρα τα ίδια. Την Τρίτη: "Η πόρνη εν Κλαυμώ ανεβόα..."  Όλες κοιτάζουν κάποια που η τύχη το είχε φέρει να παραστρατήσει. Προσεύχονταν και κοίταζαν προς το μέρος της.
- Ε η κουρούνα η άραχνη, σάματις τόθελε, μουρμούριζαν πάλι:
- Ο Θεός συγχωρεί τους μετανοούντας.

- Μεγάλη Τετάρτη βράδυ: "Οτε οι ένδοξοι μαθηταί , εν τω νιπτήρι του Δείπνου, εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσεβής φιλαργυρίαν..."

- Μεγάλη Πέμπτη. Έπρεπε να κοινωνήσουν. Έφτιαχναν τα κουλούρια, έβαφαν τα κόκκινα αυγά, έκαναν γλυκά κ.λ,π. Οι νοικοκυρές  απ'τα χαράματα έως να κτυπήσουν οι καμπάνες ήταν στο πόδι. Μετά άρχιζαν τα 12 Ευαγγέλια.

- "Σήμερον κρεμάται  επί ξύλου, ο εν ύδασι  την γην κρεμάσας..." Όλοι κλαίνε. Οι καμπάνες κτυπάνε  λυπητερά. Ο Σταυρός φθάνει στη μέση της εκκλησίας. Στεφάνια από αγνά παρθένα  λουλούδια κρεμούνται. Όλοι προσκυνούν τον Εσταυρωμένο. Μετά φεύγουν για τα σπίτια τους.




- Μεγάλη Παρασκευή. Να ο Νίκος με τον Κωστάκη χτυπούν πρωί-πρωί την πόρτα της. Κρατούν την εικόνα του Χριστού με το ακάνθινο στεφάνι τυλιγμένη με μια πεντακάθαρη μπόλια (πετσέτα). Η θειά Μαρία ανοίγει και μόλις βλέπει  την εικόνα κάνει το σταυρό της
- Να τα πούμε
- Πέστε τα παιδάκια μου.
- "Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα. Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι ...Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσε τρία καρφιά φτιάσε 3 περόνια. Κι εκείνος  ο παράνομος βαρεί  και φτιάνει πέντε". Και του χρόνου.

Οι καμπάνες κτυπούν λυπητερά. Τα κορίτσια, τρέχουν στους κήπους, να βρουν τα καλλίτερα λουλούδια, για τον Επιτάφιο. Το βράδυ όλος ο κόσμος στην Εκκλησία. Έχουν έρθει και πολλοί ξενητεμένοι. Ολοι ψάλλουν τα εγκώμια.
- "Η ζωή εν τάφω κατετέθης  Χριστέ..."
- "Αξιον εστί μεγαλύνει σε τον Ζωοδότην".
- "Αι γενεαί   αι πάσαι, ύμνον την ταφήν σου".




Η θειά Μαρία, θυμήθηκε ένα περιστατικό. Μια χρονιά, με το γέρο-Μουσμούλη. Είχε μανία να κάθεται κοντά στους ψαλτάδες και να κρατά το κερί να βλέπουν να διαβάζουν.
Ο ψάλτης έψαλε το "Ερανον τον τάφο αι μυροφόροι Μύρα, λίαν πρωί ελθούσε". Ο γερο Μουσμούλης κούμπλαγε (νύσταζε). Έγυρε λίγο το κεφάλι και το κερί παρά λίγο να κάψη τον ψάλτη, ο οποίος για να μην χάσει τον ειρμό, του είπε ψαλτά και μεγαλοφώνως.
-Μ' έκαψες Μουσμούλη τραβήξου παραπίσω ή το κερί σου σβύστω-ω!!!
-  Αχ Αναστέναξε η θειά Μαρία και συνήλθε... Αχ, είπε ξανά, να βρισκόταν κανένας χριστιανός να τα γράφει τούτα δω, να τα διαβάσουν τα γκόνια και προγκόνια κι ούλες οι γενιές, το πώς περνάγαμε εκείνα τα χρόνια. Τώρα ρημάξανε τα χωριά μας. Μείναμε ούλοι οι γέροι.
- Γράψτε σεις οι γραμματιζούμενοι, νάρχονται ούλοι συμπούπουλοι, τουλάχιστο τη Μεγάλη Λαμπρή στον τόπο τους, στα σπίτια τους. Να πάνε ρε και κει στα νεκροταφεία, στα χορταριασμένα μνήματα, ν' ανάψουν κερί για τους πεθαμένους. Όποιος γράψει νάρχονται στα χωριά μας, να τους βλέπουμε, νάχη την ευχή μου.
Αϊντε καλή Λαμπρή  και του χρόνου.